-
1 метать
-
2 наложить
наложить 1) (положить) θέτω, βάλλω* \наложить повязку επιδένω 2) (назначить что-л.) επιθέτω, επιβάλλω" \наложить штраф επιβάλλω πρόστιμο* * *1) ( положить) θέτω, βάλλωналожи́ть повя́зку — επιδένω
2) (назначить что-л.) επιθέτω, επιβάλλωналожи́ть штраф — επιβάλλω πρόστιμο
-
3 некуда
некуда: мне \некуда положить (что-л.) δεν έχω πού να βάλλω (или θέτω) ( κάτι)* * *мне не́куда положи́ть (что-л.) — δεν έχω πού να βάλλω ( или θέτω) (κάτι)
-
4 поднять
поднять 1) σηκώνω, υψώνω· \поднять бокал υψώνω το ποτήρι· \поднять руку σηκώνω το χέρι· \поднять занавес ανοίγω την αυλαία· \поднять флаг υψώνω τη σημαία 2) (повысить) υψώνω, ανεβάζω· \поднять цены υψώνω τις τιμές ◇ \поднять шум κάνω θόρυβο (или φασαρία)· \поднять вопрос βάλλω (или θέτω) ζήτημα· \поднять восстание επαναστατώ, κάνω επανάσταση \подняться 1) (встать ) σηκώνομαι 2) (наверх ) ανεβαίνω 3) (повыситься) αυξάνω, αναβαίνω· у него поднялась температура ανέβηκε η θερμοκρασία του* * *1) σηκώνω, υψώνωподня́ть бока́л — υψώνω το ποτήρι
подня́тьру́ку — σηκώνω το χέρι
подня́ть за́навес — ανοίγω την αυλαία
подня́ть флаг — υψώνω τη σημαία
2) ( повысить) υψώνω, ανεβάζωподня́ть це́ны — υψώνω τις τιμές
••подня́ть шум — κάνω θόρυβο ( или φασαρία)
подня́ть вопро́с — βάλλω ( или θέτω) ζήτημα
подня́ть восста́ние — επαναστατώ, κάνω επανάσταση
-
5 пристёгивать
пристёгивать, пристегнуть κουμπώνω; \пристёгивать ремни безопасности βάλλω (или δένω) τη ζώνη ασφάλειας* * *= пристегнутьпристёгивать ремни́ безопа́сности — βάλλω ( или δένω) τη ζώνη ασφάλειας
-
6 простреливать
простреливатьнесов1. διατρυπώ μέ σφαίρα:\простреливать руку διατρυπώ μέ σφαίρα τό χέρι, τραυματίζομαι ἀπό σφαίρα στό χέρι·2. воен. πυροβολώ, βάλλω μέ πυρά:\простреливать ущелье βάλλω κατά τής χαράδρας. -
7 бить
бью, бьешь, προστ.бей παθ. μτχ. παρελθ. χρ. битый, βρ: бит, -а, -о, επιρ. μτχ. παλ. бия, ρ.δ.1. χτυπώ, πλήττω•бить молотком χτυπώ με το σφυρί.
2. (γιά φως, ήχο, μυρουδιά) προσπέφτω, προσβάλλω•лампа бьет в глаза η λάμπα (το φως) χτυπά στα μάτια.
3. δέρνω•не бейте детей μη χτυπάτε τα παιδιά.
4. καταφέρω νικηφόρα χτυπήματα•бить врага χτυπώ τον εχθρό.
5. θανατώνω, φονεύω, σκοτώνω.6. πυροβολώ, βάλλω, ρίχνω•бить из орудий βάλλω με τα πυροβόλα (το πυροβολικό).
7. σπάζω, συντρίβω, θραύω, θρυμματίζω, κάνω θρύψαλα•стекло σπάζω το τζάμι.
8. κρούω, βαρώ, σημαίνω•бить тревогу ή набат βαρώ συναγερμό•
бить в колокол χτυπώ την καμπάνα, καμπανίζω.
9. ηχώ, βγάζω, παράγω ήχους•часы бьют полночь το ρολόι χτυπά μεσάνυχτα•
звонок бьет третий раз το κουδούνι χτυπά τρίτη φορά.
10. ξεπηδώ, ξεπετάγομαι, βγαίνω με ορμή•бить ключом αναβλύζω.
|| μτφ. κοχλάζω.11. ταράσσω, -ζω, προκαλώ ρίγος, τρεμούλα•его бьет лихорадка τον ταράζει ο πυρετός.
12. τσοκανίζω, κόβω•бить монету κόβω κέρματα.
εκφρ.бить карту ή ставку – (χαρτπ.) νικώ το χαρτί, κερδίζω•бить поклоны – παλ. κάνω μετάνοιες•бить наверняка – ενεργώ αλάθητα, σωστά, βαρώ στο ψητό•бить в глаза – κάνω μεγάλη εντύπωση•жизнь бьет ключом – βράζει η ζωή, οργασμός•- в цель – χτυπώ (βρίσκω) ακριβώς το στόχο, βαρώ στο ψητό•бить мимо цели – αστοχώ•бить в одну точку – συγκεντρώνω όλα τα πυρά σ’ ένα στόχο (σκοπό), όλα τα σφυριά βαρούν σ’ ένα μέρος•на что – βάζω για στόχο, βάζω στο μάτι, έχω για σκοπό•бить по карману – ζημιώνω, βλάπτω (οικονομικά).1. μάχομαι•биться с неприятелем μάχομαι κατά του εχθρού.
2. αλληλοχτυπιέμαι, αλληλοδερνομαι•биться на кулаки γροθοκοπιέμαι.
3. προσκρούω, χτυπώ (αμ.), χτυπιέμαι•птица хочет вылететь и бьется о стекло το πουλάκι θέλει να πετάξει έξω και χτυπά στο τζάμι•
биться головой о стену χτυπώ το κεφάλι στον τοίχο.
4. χτυπιέμαι, σφαδάζω, σπαρταρώ•женщина билась в истерике η γυναίκα χτυπιόνταν πάνω στην υστερική κρίση.
5. πονοκεφαλώ•биться над размышлениями вопроса πονοκεφαλώ να λύσω το ζήτημα.
6. πάλλω•сердце бьется η καρδιά χτυπά.
7. σπάζω, θραύομαι.εκφρ.бьётся, как рыба об лед – σπαρταρά σαν το ψάρι στον πάγο (μάταια προσπαθεί να πετύχει τι καλύτερο)•биться об заклад – παλ. στοιχηματίζω. -
8 обстрелять
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обстрелянный.1. πυροβολώ, βάλλω, ρίχνω•позиции противника βάλλω τις θέσεις του εχθρού•
обстрелять из орудий κανονιοβολώ•
обстрелять из пулемтов πολυβολώ, μυδραλιοβολώ•
обстрелять из ружья τουφεκίζω.
2. δοκιμάζω•обстрелять ружь δοκιμάζω το όπλο (τη βολή αυτού).
3. (απλ.) ξεπερνώ στη βολή, στο ρίξιμο.συνηθίζω στη μάχη, στη βολή, παίρνω το βάπτισμα του πυρός, γίνομαι εμπειροπόλεμος, μπαρουτοκαπνίζομαι. -
9 уплатить
(заплатить) πληρώνω, κατα-βάλλω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > уплатить
-
10 бить
битьнесов1. (избивать) χτυπῶ, κτυπώ, δέρνω, ξυλοκοπώ;2. (ударять) χτυπώ, κτυπῶ:\бить в барабан χτυπῶ τό τύμπανο; \бить в колокол χτυπῶ τήν καμπάνα; \бить хвостом χτυπῶ μέ τήν οὐρά;3. перен μαστιγώνω, καυτηριάζω (бичевать)/ βλάπτω, προξενῶ ζημία[ν] (наносить вред):\бить по карману ζημιώνω, ξεπαραδιάζω, ξετινάζω;4. (разбивать) σπάζω, θραύω, θρυμματίζω:\бить посуду σπάζω (или σπάνω) τά πιατικά;5. (убивать скот) σφάζω;6. охот. κυνηγώ, θηρεύω, χτυπῶ;7. (обстреливать) πυροβολώ, βάλλω:\бить в цель χτυπώ (είς) στό σημάδι;8. (о часах) χτυπώ, κτυπώ:часы бьют τό (ώ)ρολόγι χτυπἄ;9. (побеждать) νικώ:\бить врага νικώ τόν ἐχθρό; ◊ \бить баклуши γυρίζω ἀργόσχολος; бьющий через край πού ξεχειλίζει, ἀφθονος; источник бьет ἡ πηγή ἀναβλύζει, ξεπηδἄ; \бить тревогу, \бить в набат χτυπώ συναγερμό, σηκώνω στό ποδάρι; \бить отбо́й σαλπίζω ἀνάπαυση, σαλπίζω σιωπητήριο; меня бьет лихорадка μέ καίει ὁ πυρετός. -
11 выпаливать
выпаливатьнесов, выпалить сов1. (стрелять) πυροβολώ:\выпаливать из ружья πυροβολώ, βάλλω μέ τό τουφέκι·2. перен ἐκστομίζω, ξεστομίζω. -
12 выставлять
выставлятьнесов1. (вперед) προβάλλω, προεκβάλλω:\выставлять но́гу προβάλλω τό πόδι·2. (предлагать) προτείνω, προβάλλω:\выставлять кандидату́ру προτείνω (или ὑποβάλλω) τήν ὑποψηφιοτητα·3. (предъявлять) προβάλλω, παραθέτω, παρουσιάζω:\выставлять требования προβάλλω διεκδικήσεις, διεκδικώ, ἐγείρω ἀπαίτησιν \выставлять возражения φέρω ἀντιρρήσεις, προβάλλω ἀντιρρήσεις·4. (на выставке) ἐκθέτω:\выставлять напоказ ἐπιδεικνύω, ἐκθέτὠ5. (представлять, показывать) παρουσιάζω, δείχνω, κάμνω:\выставлять в хорошем (плохом) свете παρουσιάζω εὐμενως (δυσμενώς)· \выставлять кого-л. в смешном виде γελοιοποιώ κάποιον·6. (проставлять) θέτω, βάζω:\выставлять дату βάζω ἡμερομηνία, χρονολογώ·7. (прогонять) разг βγάζω ἔξω, ἀποπέμπω, ἐκ-βάλλω, ἐκδιώκω κάποιον:\выставлять кого-л. за дверь βγάζω κάποιον ἔξω· ◊ \выставлять окна βγάζω τά παράθυρα. -
13 метать
метать Iнесов1. (бросать) ρίχνω, βάλλω, πετῶ·2. (рождать, производить):\метать икру́ ὠοτοκὠ· \метать детенышей (о животных) γεννῶ, γεννοβολώ· ◊ \метать громы и молнии ἐκτοξεύω ἀπειλές, ἐκτοξεύω μύδρους· \метать банк карт. κάνω μπάγκα· \метать би́сер перед свиньями погов. τά ἄγια τοίς κυσί· рвать и \метать πνέω μένεα.метать IIнесов:\метать петли τρυπώνω (или πιάνω) τίς κουμπότρυπες. -
14 обстрел
обстрелм ἡ πυροβόληση [-ις], τά πυρά / τό τουφεκίδι (из ружей):артиллерийский \обстрел ὁ βομβαρδισμός, τό κανονίδι· пулеметный \обстрел ὁ πολυβολισμός· ураганный \обстрел τά καταιγιστικά πυρά· быть (находиться) под \обстрелом βρίσκομαι ἐκτεθειμένος στά πυρά· брать под \обстрел а) βάλλω κατά, κατευθύνω τό πυρ, б) βάζω κάποιον (κάτι) στόχο, βομβαρδίζω μέ κριτική. -
15 прицельный
прицельныйприл σκοπευτικός:вести \прицельный огонь воен. βάλλω μέ σκόπευση. -
16 расстреливать
расстреливатьнесов, расстрелять сов1. τουφεκίζω/ ἐκτελώ μέ τουφεκισμό (казнить):\расстреливать из пулемета πολυβολώ, βάλλω μέ πολυβόλο·2. (патроны и т. ἡ.) ξοδεύω, καταναλίσκω. -
17 стрелять
стреля||тьнесов1. πυροβολώ (из ружья, пистолета)/ βάλλω, κανονιοβολώ (из орудия)·2. безл (о боли):у меня \стрелятьет в у́хе μέ σουβλίζει τό αὐτί· ◊ \стрелять глазами σαϊτεύω μέ τή ματιά μου. -
18 фланг
флангм воен. τό πλευρό, ἡ πτέρυ-γα [-υξ]:атаковать с \фланга κάνω πλευρική ἐπίθεση, πλευροκοπώ· обходить с \фланга ὑπερφαλαγγίζω· обстреливать с \фланга βάλλω πλευροκοπικά πυρά· ударять во \фланг καταφέρω πλευρικό χτύπημα -
19 bombard
1) (to attack with artillery: They bombarded the town.) σφυροκοπώ με πυρά πυροβολικού2) (to direct questions etc at: The reporters bombarded the film star with questions.) βομβαρδίζω, βάλλω (με ερωτήσεις, παράπονα κ.λπ.)• -
20 shoot
[ʃu:t] 1. past tense, past participle - shot; verb1) ((often with at) to send or fire (bullets, arrows etc) from a gun, bow etc: The enemy were shooting at us; He shot an arrow through the air.) βάλλω,ρίχνω,πυροβολώ2) (to hit or kill with a bullet, arrow etc: He went out to shoot pigeons; He was sentenced to be shot at dawn.) χτυπώ (με όπλο),σκοτώνω,κυνηγώ3) (to direct swiftly and suddenly: She shot them an angry glance.) ρίχνω4) (to move swiftly: He shot out of the room; The pain shot up his leg; The force of the explosion shot him across the room.) εκσφενδονίζω,πετώ,πετάγομαι5) (to take (usually moving) photographs (for a film): That film was shot in Spain; We will start shooting next week.) γυρίζω(ταινία)6) (to kick or hit at a goal in order to try to score.) σουτάρω7) (to kill (game birds etc) for sport.) κυνηγώ2. noun(a new growth on a plant: The deer were eating the young shoots on the trees.) βλαστάρι- shoot down
- shoot rapids
- shoot up
- 1
- 2
См. также в других словарях:
βάλλω — throw pres subj act 1st sg βάλλω throw pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάλλω — βάλλω, έβαλα βλ. πίν. 146 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βάλλω — (AM βάλλω) 1. ρίχνω, εκσφενδονίζω («ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλέτω») 2. βάλλομαι δέχομαι βολές, εχθρικά πυρά 3. τοποθετώ, βάζω 4. φρ. «βάλλω φωνή(ν)» φωνάζω, κραυγάζω αρχ. μσν. «βάλλω είς voῡv», «...κατά νοῡν», «...εἰς λογισμόν» βάζω στον… … Dictionary of Greek
βάλλω — έβαλα, βλήθηκα 1. ρίχνω σφαίρα, πέτρα: Τα στρατεύματα έβαλλαν κατά του εχθρού. 2. εκτοξεύω κατηγορίες, μέμφομαι: Βάλλει εναντίον μου για προσωπικούς λόγους. 3. βάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βάλλετον — βάλλω throw pres imperat act 2nd dual βάλλω throw pres ind act 3rd dual βάλλω throw pres ind act 2nd dual βάλλω throw imperf ind act 2nd dual (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάλλον — βάλλω throw pres part act masc voc sg βάλλω throw pres part act neut nom/voc/acc sg βάλλω throw imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) βάλλω throw imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάλῃ — βάλλω throw aor subj mp 2nd sg βάλλω throw aor subj act 3rd sg βά̱λῃ , βάλλω throw aor subj mid 2nd sg (doric) βά̱λῃ , βάλλω throw aor subj act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλοῦσι — βάλλω throw aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) βάλλω throw fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) βάλλω throw fut ind act 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλοῦσιν — βάλλω throw aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) βάλλω throw fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) βάλλω throw fut ind act 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβλημένα — βάλλω throw perf part mp neut nom/voc/acc pl (epic) βεβλημένᾱ , βάλλω throw perf part mp fem nom/voc/acc dual (epic) βεβλημένᾱ , βάλλω throw perf part mp fem nom/voc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάλετε — βάλλω throw aor imperat act 2nd pl βά̱λετε , βάλλω throw aor subj act 2nd pl (epic doric) βάλλω throw aor ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)